αὐτοκίνητα

αὐτοκίνητα
αὐτοκίνητος
self-moved
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταὐτοκίνητα — αὐτοκίνητα , αὐτοκίνητος self moved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό αυτοκίνητο — Αυτοκίνητο, που για την κίνησή του χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας ο Ήλιος. Αν και η σχεδίαση των αυτοκινήτων αυτών παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, τα σχήματά τους είναι δυνατόν να χωριστούν στις εξής τέσσερις κατηγορίες: α) Ενιαίο αμάξωμα και… …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”